-
1 παρακούειν
παρακούωhear beside: pres inf act (attic epic) -
2 παραισθανομαι
(эол. Theocr. 2 л. sing. aor. 2 παρῄσθευ - v. l. παραίσθευ)1) мимоходом замечать, подмечать, заприметить2) неправильно подмечать, ошибаться в наблюденииπαρακούειν ἢ παρορᾶν ἢ ἄλλο τι π. Plat. — обман слуха, зрения или вообще чувств
-
3 παρανοεω
1) неверно мыслить, превратно понимать(παρακούειν καὴ π. Plat.)
2) быть не в своем уме Eur., Arph., Lys. -
4 παροραω
(fut. παρόψομαι, aor. 2 παρεῖδον, pf. παρεόρακα; pass.: aor. παρώφθην, pf. παρῶμμαι)1) глядеть искоса, поглядывать(εἴς τινα и πρός τι Xen.)
2) замечать, видеть(δειλίαν τινί Her.; τὸ στράτευμα ἀντιπροσιόν Xen.)
3) видеть в искаженном виде, неправильно воспринимать зрением(παρακούειν ἢ π. Plat.)
4) взирать с пренебрежением, не обращать внимания, пренебрегать, не считаться(τέν κοινέν σωτηρίαν Dem.; τέν ἀλήθειαν Polyb.)
εἴ τι τυγχάνοι παρεωραμένον Arst. — если кое-что ускользнуло от внимания5) не видеть, не замечать -
5 παρακούω
A hear beside, esp. hear accidentally, hear talk of,Δημοκήδεος τὴν τέχνην Hdt.3.129
;ἀξίων λόγου πραγμάτων Pl.Ep. 339e
;παρακήκοα νῦν ὅτι τίκτει AP 5.74
(Rufin.).II eavesdrop, overhear from,δεσποτῶν ἅττ' ἂν λαλῶσι Ar.Ra. 750
;τι παρά τινος Pl. Euthd. 300d
; π. τινός overhear him, Luc.Merc.Cond.37 ;π. τὸν λόγον Ev.Marc.5.36
.III hear imperfectly or wrongly, misunderstand,ἀκούειν τι τοῦ λόγου, παρακούειν δέ Arist.EN 1149a26
, cf. Pl.Prt. 330e, Tht. 195a, Phld.Mus.p.102 K., Ceb.3, Luc.Anach.31; ἑκουσίως π. D.S.30.8.IV hear carelessly, take no heed of,τῆς παραγγειλάσης φύσεως Epicur.Fr. 200
;τῶν γραφομένων Plb.24.9.1
, cf. Luc.Salt.6, etc.;τῶν ἐντολῶν LXX To.3.4
;τῶν λεγομένων Plb.7.12.9
(butτὰ λεγόμενα LXX Es.3.3
).2 c. gen. pers., PHib.1.170 (iii B.C.), Plb.2.8.3,3.15.2, Ev.Matt.18.17:—[voice] Pass., to be disregarded, Plb.5.35.5;περί τινος Id.30.20.2
, prob. cj. in 23.3.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακούω
-
6 παροράω
Aπαρώφθην D.10.8
: [tense] pf. [voice] Pass.παρῶμμαι Men.207
:—look at by the way, nolice, remark, X.Cyr.7.1.5 codd.; τινί τι something in one, Hdt.1.37, 108, Ar.Av. 454.2 disregard,τοὺς νόμους Antipho 1.24
, cf. X.HG7.4.21, D.18.161, etc.; cf.παρωθέω 1.1
:—[voice] Pass.,τυγχάνει παρεωραμένον Arist.Metaph. 995a27
, cf. LXX Ec.12.14.IV look sideways, εἴς τινα or πρός τι, X.Smp.8.42, Cyr.7.1.4 ;εἰς τὸ πλάγιον π. μᾶλλον ἢ εἰς τὸ πρόσθεν Arist.HA 630b1
;ἐπὶ τὸν ἡγούμενον Ascl.Tact.12.11
, Ael.Tact.42.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παροράω
См. также в других словарях:
παρακούειν — παρακούω hear beside pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
радеть — ею, радивый, обычно с отрицанием не , др. русск. радити заботиться наряду с родити, рожу – то же, неродиɪе ἀμέλεια, неродъ – то же, ст. слав. *радити, нерадити, нераждѫ ἀμελεῖν, παρακούειν (Супр.), наряду с родити заботиться , болг. радя, радея… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
παρακούω — ΝΜΑ 1. ακούω άλλο αντί άλλου, ακούω κάτι διαφορετικά από ό,τι λέγεται, ακούω κάτι εσφαλμένα («παρορῶσί τε καὶ παρακούουσι καὶ παρανοοῡσι πλεῑστα», Πλάτ.) 2. αντιλαμβάνομαι πλημμελώς, παρανοώ 3. επιδεικνύω απείθεια, ανυπακοή σχετικά με εντολή που… … Dictionary of Greek
παρορώ — (I) παρορῶ, άω, ΝΜΑ 1. παραβλέπω, κοιτάζω κάτι χωρίς να προσέχω 2. παρέρχομαι, αντιπαρέρχομαι κάτι, δεν τό υπολογίζω, δεν τό θεωρώ σοβαρό ή αξιόλογο («τὰ ἔργα τῶν χειρῶν Σου μὴ παρίδης», ΠΔ) 3. αδιαφορώ για κάτι, περιφρονώ κάτι («τοὺς μὲν τιμᾷ,… … Dictionary of Greek